- σαλάγη
- σᾰλάγη or [full] σᾰλᾰγή (cf. σελαγή), ἡ,A noise, outcry, Hsch. [full] σάλαγξ· ἰχθῦς ἀγαθός, καὶ μεταλλικὸν σκεῦος, Id. (Cf. σάλαξ, σηλαγγεύς.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.